Ο σωστός γιατρός μεριμνά για την θεραπεία όλων ανεξαιρέτως των ασθενών χωρίς διακρίσεις. Δεν ξεχωρίζει μερικούς μεταξύ των ανθρώπων, για να τους θεραπεύσει. Δεν τον ενδιαφέρει η κοινωνική του τάξις ή το μορφωτικό τους επίπεδο ή η οικονομική τους κατάστασης ή η θρησκεία τους ή η ηθική τους συμπεριφορά. Ο σωστός γιατρός βλέπει μόνο αν ένας άνθρωπος, που τον πλησιάζει, είναι άρρωστος ή όχι. Και, αν είναι άρρωστος, ενδιαφέρεται και προσπαθεί να τον θεραπεύσει. Να θεραπεύσει την πάθηση του ανθρώπου. Είναι υποχρεωμένος να τον θεραπεύσει. Στην Ορθόδοξη παράδοση, έχομε κάτι παραπάνω από αυτό. Και σ’ αυτό ακριβώς συνίσταται η «αντεπίθεση» μας.
Ο Θεός αγαπάει όχι μόνο τους αγίους, αλλά όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως. Όλους τους αμαρτωλούς, όλους τους κολασμένους, ακόμη και τον ίδιο τον διάβολο. Και θέλει να σώσει, να θεραπεύσει τους πάντας. Θέλει, άλλα δεν μπορεί να θεραπεύσει τους πάντας, διότι δεν θέλουν όλοι να θεραπευθούν. Αυτό, το ότι ο Θεός είναι αγάπη και θέλει να θεραπεύσει τους πάντας και ότι αγαπά τους πάντας εξ’ ίσου, διαπιστώθηκε και διαπιστώνεται από την εμπειρία των θεουμένων, όσων δηλαδή έφθασαν σε θέωση, δηλαδή σε θεοπτία και είδαν τον Θεόν.
Δεν μπορεί όμως ο Θεός να θεραπεύσει τους πάντας, διότι δεν εκβιάζει την θέληση του ανθρώπου. Σέβεται ο Θεός τον άνθρωπο και τον αγαπά. Δεν μπορεί όμως να θεραπεύσει κάποιον με το ζόρι. Θεραπεύει μόνο όσους θέλουν να θεραπευθούν και του ζητούν να τους θεραπεύσει. Φυσιολογικά κάποιος, που έχει σωματική αρρώστια ή και ψυχική, πηγαίνει μα την θέληση του και όχι με το ζόρι στον γιατρό, για να γίνει καλά, αν ακόμη έχη τα λογικά του. Έτσι και στην Ορθόδοξη θεραπευτική αγωγή. Πρέπει κάποιος από μόνος του, χωρίς καταναγκασμό, χωρίς καταπίεση, ελεύθερα να προσέλθει στην Εκκλησία, στους κατάλληλους ανθρώπους, που έχουν την φώτιση και την εμπειρία και κατέχουν την θεραπευτική μέθοδο της Ορθοδόξου παραδόσεως, και σ' εκείνους να κάνη υπακοή για να βρει θεραπεία.