Τρίτη, 15 Μαρτίου 2022 20:05

Λόγος Περί Προσευχῆς (Α’ Κατανυκτικός Ἑσπερινός - Ἁγ. Κων/νος Γλυφάδας, 06.3.22)

 

 

         Σεβαστοί  Πατέρες  καί

          Ἀγαπητοί  Ἀδελφοί,

          Μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐφθάσαμε καί ἐφέτος στά πρόθυρα τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἤ μᾶλλον μέ τόν Κατανυκτικό Ἑσπερινό πού ἐτελέσαμε εἰσήλθαμε ἤδη στήν Μεγάλη Σαρακοστή. Στήν Περίοδο πού κατ̉ ἐξοχήν ἔχει ὁρισθῆ ἀπό τήν ἁγία μας Ἐκκλησία σάν προετοιμασία γιά νά συναντήσουμε τόν Ἀναστημένο Χριστό, καί νά βιώσουμε τό γεγονός, ὅτι, ἀφοῦ Ἐκεῖνος ἀνεστήθη, καί ἐμεῖς θά ἀναστηθοῦμε.

Γιά νά συναντήσουμε, ὅμως, τόν Ἀναστημένο Χριστό, πρέπει νά προετοιμασθοῦμε κατάλληλα, μέ μετάνοια, μέ νηστεία, καί ἀπό φαγητά, ἀλλά καί ἀπό πάθη, καί κυρίως ἀπό τά πάθη τῆς μνησικακίας καί τῆς κατακρίσεως, καί τέλος μέ προσευχή, μέ τήν ὁποία θά ἤθελα νά ἀσχοληθοῦμε γιά λίγο σήμερα.

          Ἡ Ἐκκλησία μᾶς προτρέπει αὐτήν τήν περίοδο νά αὐξήσουμε τήν προσευχή, καί μέ τούς ἄλλους ἀδελφούς στόν Ναό καί καταμόνας, στό “ταμιεῖόν” μας. Μᾶς ὠθεῖ γιά προσευχή, διότι ἡ προσευχή εἶναι ἡ συνομιλία μας μέ τόν ἴδιο τόν Θεό. Καί μάλιστα ἡ ἀμετεώριστη προσευχή εἶναι “συνουσία μέ τόν Θεό”, ὅπως ἐμπειρικά τήν ἐβίωσε ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης καί τήν ἐμπειρία του αὐτή καταγράφει στήν Κλίμακά του.

Στήν προσευχή ἀναφέρονται ἀμέσως ἤ ἐμμέσως τά εὐαγγελικά κείμενα, πού ἔχει ἐπιλέξει ἡ Ἐκκλησία νά διαβάζωνται στήν ἀρχή τῆς περιόδου τοῦ Τριωδίου -πού ἀπόψε ἐτελείωσε- καί στίς ὁποίες θά ἤθελα νά ἐπικεντρωθοῦμε, ἰδίως στήν παραβολή τοῦ ἀσώτου,  στήν παραβολή τοῦ τελώνου καί τοῦ φαρισαίου καί στήν περικοπή τῆς Χαναναίας.

          Μέ τίς παραβολές τοῦ ἀσώτου καί τοῦ τελώνου ὁ Κύριος μᾶς δείχνει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο πρέπει νά προσεγγίζουμε τόν Θεό διά τῆς προσευχῆς. Καί ὁ τρόπος αὐτός εἶναι ἡ μετάνοια καί ἡ ταπείνωση. Καί ὁ ἄσωτος καί ὁ τελώνης προσεγγίζουν τόν Θεό ἔχοντας συνειδητοποιήσει, ὅτι ἡ μέχρι τότε ζωή τους τούς εἶχε ἀποκόψει ἀπό τήν κοινωνία τοῦ Θεοῦ Πατρός, τούς εἶχε στερήσει ἀπό τήν ἀγάπη Του καί τούς εἶχε ὁδηγήσει στήν πνευματική ἐξαθλίωση. Τούς εἶχε καταντήσει δηλαδή ράκη, σκουπίδια τῆς ζωῆς.

          Μπορεῖ ὁ τελώνης νά εἶχε πλοῦτο, νά εἶχε δόξα, νά εἶχε ἐπίζηλη κοινωνική θέση, ἀλλά συνειδητοποίησε, ὅτι τελικά δέν εἶχε τίποτε. Συνειδητοποίησε, ὅτι ἦταν ἕνα μεγάλο μηδενικό. Καί τίποτε ἄλλο. Ἡ ψυχή του ἦταν ἄδεια. Ἡ ζωή του ἦταν κούφια. Μέσα του εἶχε μία ἀπέραντη ταραχή. Τίποτε δέν τόν εὐχαριστοῦσε. Τίποτε δέν τόν ἔτερπε. Τίποτε δέν τόν εἰρήνευε. Τά πάντα γι̉ αὐτόν ἦσαν σκύβαλα, ἄχρηστα. Τά πάντα ἦσαν χῶμα. Καί μέ τό χῶμα δέν μποροῦσε νά χορτάσῃ τήν πείνα τῆς ψυχῆς του. Κι̉ αὐτό τοῦ ἐδημιουργοῦσε ἕνα πόνο. Ἕνα πόνο μεγάλο. Ἕνα πόνο ἀβάσταχτο. Ἕνα ἀπέραντο κενό. Τότε, ξαφνικά συνειδητοποιεῖ, ὅτι αὐτό τό κενό μπορεῖ νά τό γεμίση μόνον ὁ Θεός, πού Τόν εἶχε ξεχάσει τόσα χρόνια. Καί τότε “ἐκχέει” πρός τόν Θεό τήν δέησή του, βγάζει ἀπό μέσα του ὅλο τόν πόνο του καί περιμένει νά γεμίση ὅλη τήν κενότητά του μέ τό θεῖο ἔλεος. Καί δέχεται τό ἔλεος “ὡς αὔραν λεπτήν.

          Παράλληλα κινεῖται καί ὁ ἄσωτος υἱός. Αὐτός ἀπελάμβανε τά πλούτη τοῦ Πατρός. Ἀπελάμβανε τήν θαλπωρή τῆς ἀγάπης Του. Ἀπελάμβανε τήν χαρά καί τήν εἰρήνη τῆς στοργῆς Του. Αὐτά ὅμως δέν τόν ἱκανοποιοῦσαν. Δέν ἤξερε τί ἤθελε. Ἐνόμιζε, ὅτι, ἄν ἀπομακρυνθῆ ἀπό τόν Πατέρα καί ἀνεξαρτοποιηθῆ, θά ζήση ἐλεύθερος, θά ζήση τήν πραγματική εὐτυχία. Καί τό ἀποτέλεσμα ἦταν ἀπό παιδί τοῦ Πατέρα, ἀπό ἀρχοντόπουλο, νά γίνη δοῦλος σέ σκληρό ἀφέντη· στόν σατανά. Καί νά εἶναι ντυμένος μέ κουρέλια. Καί νά βόσκη χοίρους. Καί νά κοιμᾶται μαζί τους μέσα στίς λάσπες καί τίς ἀκαθαρσίες. Καί γιά νά κοροϊδέψη τήν πείνα του, νά τρώῃ μαζί τους λίγα ξυλοκέρατα, καί μάλιστα κρυφά ἀπό τό ἀφεντικό του. Ἀλλά “ἦλθεν εἰς ἑαυτόν”. Θυμήθηκε πόση ἐλευθερία εἶχε κοντά στόν Πατέρα. Πόσο λαμπρά ζοῦσε. Μέ τί ὑπέροχα ροῦχα ἦταν ντυμένος. Πόσο νόστιμο καί πλούσιο ἦταν τό φαγητό πού ἔτρωγε. Καί τότε πόνος βαθύς κατέλαβε τήν ψυχή του. Θρῆνος βαθύς ξέσπασε μέσα του. Μέ ὅλο του τό εἶναι ἀποζήτησε νά ἐπιστρέψη στήν ἀγάπη τοῦ Πατέρα. Καί ὅταν ἐπιστρέφη, ἡ ψυχή του βρίσκει περισσότερη παρηγοριά καί ἀπ̉ αὐτήν πού ἀναζητοῦσε.

          Αὐτές τίς δύο μορφές μᾶς παρουσιάζει ὁ Κύριος, γιά νά μᾶς δείξῃ μέ ποιά συναίσθηση πρέπει νά πλησιάζῃ ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό, ἄν θέλη πραγματικά νά συνομιλήση διά τῆς προσευχῆς μαζί Του. Ἡ συναίσθησις τοῦ γεγονότος, ὅτι μακράν τοῦ Θεοῦ εἴμεθα τό ἀπόλυτο μηδέν, τό ἀπόλυτο τίποτε, μᾶς ὁδηγεῖ νά συναισθανθοῦμε τήν ἀπόλυτη μικρότητά μας, νά ταπεινωθοῦμε καί νά ξεσπάσουμε σέ δάκρυα μετανοίας. Ὅταν φθάσουμε σέ αὐτήν τήν κατάσταση τό μόνο πού μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι νά γευθοῦμε τήν ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ Πατρός. Τίποτε ἄλλο. Τίποτε γήϊνο καί μηδαμινό δέν μπορεῖ νά χωρέση στήν ψυχή μας. Κανένα ἀπό τά ξυλοκέρατα τοῦ παρόντος κόσμου, τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος ὅλος “ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται”, δέν μπορεῖ νά χορτάση τήν πεῖνα καί τήν δίψα μας. Συναισθανόμεθα, ὅτι μόνον ἡ Χάρις του Θεοῦ εἶναι ἡ πραγματική τροφή τῆς ψυχῆς μας. Μόνον αὐτή μπορεῖ νά μᾶς χορτάση καί νά μᾶς γαληνέψη.
Γι̉ αὐτό καί τό μόνο πού αἰσθανόμεθα σάν ἐπιτακτική ἀνάγκη εἶναι νά γονατίσουμε μπροστά στόν Πατέρα, νά σκύψουμε ταπεινά τό κεφάλι μέχρι τό δάπεδο, διότι δέν ἔχουμε τό θάρρος νά τό κρατήσουμε μπροστά Του ὄρθιο, καί νά ἀφήσουμε νά ἀναβλύσουν ἀπό τά μάτιά μας πηγές δακρύων, ζητῶντας ἔλεος μέ πόνο. Ἕνα πόνο πού μετατρέπεται σέ ἱδρῶτα, ὁ ὁποῖος τρέχει ἀπό τό μέτωπο “ὡσεί θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπί τῆς γῆς”. Ὅταν φθάση σέ αὐτήν τήν κατάσταση ὁ μετανοημένος ἄνθρωπος, βιώνει τί σημαίνει “ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φωνήν τῶν καταρρακτῶν” τοῦ Θεοῦ. Βιώνει, ὅτι εἶναι ἡ ἄβυσσος τῆς ἁμαρτωλότητος, καί γι̉ αὐτό ἐπικαλεῖται τήν ἄβυσσο τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ Πατρός, πού τρέχουν σάν πλούσιοι καταρράκτες καί ποτίζουν τήν ἄνικμη καί διψασμένη γῆ τῆς ψυχῆς του.

          Καί κοντά σέ αὐτές τίς παραβολικές μορφές ἡ Ἐκκλησία προβάλλει καί τήν Χαναναία. Ἡ χαροκαμμένη αὐτή μάνα φαίνεται, ὅτι δέν ζητᾶ ἔλεος γιά τίς ἁμαρτίες της, ἀλλά γιά νά θεραπευθῆ τό παιδί της. Ἄν ὅμως ἐμβαθύνουμε στό κείμενο τῆς περικοπῆς, θά διαπιστώσουμε, πώς καί αὐτή συναισθάνεται, ὅτι εἶναι ἕνα σκουπίδι γιά τίς ἁμαρτίες της. Συναισθάνεται, ὅτι αὐτή εἶναι ἡ αἰτία γιά τήν ἀρρώστια τοῦ παιδιοῦ της. Παρά ταῦτα ἔχει ἀπόλυτη πεποίθηση στό ἔλεος καί στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καί γι̉ αὐτό γίνεται μέ τήν πράξη της διδάσκαλος προσευχῆς. Παρουσιάζεται μπροστά στόν Χριστό, καί ἀφοῦ τόν ὀνομάζει Κύριο, τοῦ ζητᾶ νά τήν ἐλεήση. Καί ὅταν ὁ Χριστός προσποιεῖται, ὅτι δέν τῆς δίνει σημασία, ἐκείνη δέν ἀπογοητεύεται. Ἐξακολουθεῖ νά ζητᾶ μέ ὑπομονή καί ἐπιμονή. Δέν ἀποκάμνει. Συνεχίζει νά φωνάζη. Συνεχίζει νά κράζη. Ὁ πόνος τῆς ψυχῆς της μετατρέπεται σέ κραυγές, κλάμματα, οἰμωγές, θρῆνο. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἔχει ἐναποθέσει ὅλη της τήν ἐλπίδα. Ὁ Χριστός εἶναι γι̉ αὐτήν ἡ μοναδική σανίδα σωτηρίας μέσα στό ἄγριο πέλαγος τῆς θλίψεως καί τῆς ἀπελπισίας, πού τήν ἔχει ρίξει τό γκρέμισμα τῶν ἐλπίδων της γιά τήν θεραπεία τοῦ παιδιοῦ της μέ ἀνθρώπινες δυνατότητες. Καί ὅταν ὁ Κύριος τήν προσβάλλει, ὀνομάζοντάς την σκυλί, ἐκείνη ἀποδέχεται, ὅτι εἶναι πράγματι σκυλί. Ἀποδέχεται μέ ἀπόλυτη ταπείνωση τόν ἐξευτελισμό, διότι ἤδη μέσα της νοιώθει ὄντως σάν σκυλί πεταμένο, δαρμένο, ἐξουθενωμένο, ἀλλά συγχρόνως αἰσθάνεται νά τήν ἀγγίζη ἁπαλά τό ἔλεος τοῦ Χριστοῦ. Γι̉ αὐτό βρίσκει τό θάρρος νά Τοῦ ζητήση λίγα ψίχουλα ἀγάπης. Ἀναγνωρίζει, ὅτι δέν εἶναι ἄξια νά δεχθῆ τόν πλοῦτο τοῦ ἐλέους Του. Ψίχουλα μόνον ζητᾶ. Καί ὁ Χριστός, μπροστά σέ αὐτήν τήν ἀναγκαστική ἐπιμονή καί τήν ἀπόλυτη ταπείνωση λυγίζει. Ἤ μᾶλλον, ἄφησε ἐπίτηδες νά φανοῦν οἱ ἀρετές αὐτῆς τῆς γυναίκας, προκειμένου νά συνειδητοποιήσουν ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι, ὅτι δικαίως τῆς ἔδωκε ὅ,τι ἤθελε.

          Τά πρόσωπα αὐτά,

          Σεβαστοί Πατέρες καί

          Ἀγαπητοί Ἀδελφοί,

μπορεῖ νά εἶναι πρότυπα ὅλων μας.

          Ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς μπορεῖ νά κρύβη μέσα του ἕνα τελώνη ἤ ἕνα ἄσωτο, πού τόν περιμένει νά ἐπιστρέψη κοντά Του ὁ Θεός Πατέρας, ἤ ἕνα φαρισαῖο.

Διότι θά μποροῦσε νά πῆ κάποιος· ΕΓΩ δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους. ΕΓΩ δέν αἰσθάνομαι οὔτε τελώνης, οὔτε ἄσωτος. ΕΓΩ πηγαίνω στήν Ἐκκλησία τακτικά. ΕΓΩ κάνω ἐλεημοσύνες, προσευχές καί νηστεῖες. ΕΓΩ δέν αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά μετανοήσω γιά κάτι σπουδαῖο. Ἔχω κάμει βέβαια κάποια μικροσφάλματα, ἀλλά ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κάνουν, ὁπότε δικαιολογοῦμαι γι̉ αὐτά. Ἀντιθέτως, ΕΓΩ εἶμαι καί ὑπερασπιστής τῆς πίστεως, περισσότερο μάλιστα ἀπό πολλούς ἄλλους, ἀκόμη καί ἀπό ἱερεῖς καί ἐπισκόπους.

          Ἀδελφοί μου,

          Κι̉ ἄν ὅλα αὐτά τά κάνουμε “ἀχρεῖοι δοῦλοι ἐσμέν καί ὅ ὀφείλομεν ποιῆσαι ἐποιήσαμεν”, μᾶς εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἀχρεῖοι δοῦλοι εἴμεθα. Ὅ,τι εἴχαμε ὑποχρέωση νά πράξουμε, αὐτό ἐπράξαμε. Τίποτε παραπάνω. Τίποτε ἄλλο. Γι̉ αὐτό τίποτε δέν μᾶς ὀφείλει ὁ Θεός. Καί στόν Παράδεισο μᾶς παίρνει ὄχι ἐπειδή τό ἀξίζουμε, ἀλλά ἀπό τήν ἄπειρη ἀγάπη Του, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας ἐθυσίασε τόν Υἱό Του, τόν “μόσχο τόν σιτευτό”, γιά νά φᾶμε τίς σάρκες Του καί νά πιοῦμε τό Αἷμά Του “εἰς ζωήν αἰώνιον”.

          Ἄν δέν συνειδητοποιήσουμε βαθιά μέσα μας, ὅτι ὁ Θεός μᾶς σώζει δωρεάν καί ἐμμένουμε νά νομίζουμε, ὅτι ΕΓΩ δικαιοῦμαι νά πάω στόν Παράδεισο, τότε ὁδηγούμεθα σέ αὐτοκαταστροφή. Ἡ ἐγωϊστική ἀντίληψις κάνει τόν ἄνθρωπο βδελυκτό ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔκαμε καί τούς φαρισαίους “πού ἦσαν ἐν ἑαυτοῖς δίκαιοι”, δηλαδή εἶχαν γιά τόν ἑαυτό τους τήν πεποίθηση, ὅτι εἶναι δίκαιοι καί θά πᾶνε στόν Παράδεισο ἐπειδή τό ἀξίζουν. Ὅμως ὁ Χριστός τό εἶπε ξεκάθαρα. Δέν σώθηκε ὁ φαρισαῖος. Κατεκρίθη. Δυστυχῶς κατεκρίθη, ἔστω καί ἄν ἔκανε φαινομενικά εὐάρεστα πράγματα. Καί κατεκρίθη, διότι ὅλα τά ἔκανε “πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις”. Γιά τήν ἀνθρωπίνη δόξα. Γιά τόν ἀνθρώπινο ἔπαινο. Ὄχι σάν ἀνάγκη ψυχῆς. Ὄχι σάν προσφορά ἀγάπης πρός τόν Θεό. Καί δυστυχῶς, αὐτή ἡ ἀντίληψις, ἀκόμη καί ἄν δέν εἶναι ἄμεσα φανερή, ὑποβόσκει ὕπουλα καί σέ πολλούς ἀπό ἐμᾶς, καί πρῶτο σέ ἐμένα. Ἔστω καί ἄν φανερά δέν τό λέμε, ἐν τούτοις στό πίσω μέρος τοῦ μυαλοῦ μας αὐτή ἡ δαιμονική πλάνη αἰχμαλωτίζει τήν ὕπαρξή μας καί μᾶς δίνει μιά αἴσθηση αὐταρκείας καί αὐτοδυναμίας. Μᾶς δημιουργεῖ τήν ψευδαίσθηση, ὅτι σχεδόν δέν ἔχουμε ἀνάγκη τῆς παρουσίας καί τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Καί τότε κινδυνεύουμε νά στερηθοῦμε τήν ἀγάπη Του. Κινδυνεύουμε νά χάσουμε αὐτό πού νομίζουμε ὅτι κατέχουμε· τόν πολυτιμότερο θησαυρό· τόν Χριστό. Αὐτό εἶναι ἡ ἀπόλυτη τραγικότητα· ἡ ἀπόλυτη καταστροφή.

          Ἀδελφοί μου,

          Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, παρά τούς μεγάλους ἀγῶνες πού ἔκαναν, παρά τίς ἐξαντλητικές νηστεῖες καί ἀγρυπνίες καί τίς πολύωρες προσευχές, εἶχαν τήν συναίσθηση, ὅτι εἶναι οἱ πιό ἁμαρτωλοί ἄνθρωποι ἐπί τῆς γῆς. Καί ὅσο ἐπλησίαζαν τόν Θεό καί ἔβλεπαν τό μεγαλεῖό Του, τόσο περισσότερο συνησθάνοντο τήν μικρότητα καί τήν ἁμαρτωλότητά τους. Καί αὐτή ἡ ταπεινή αἴσθησις εἶναι ἐκείνη πού τούς ἐξύψωνε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἅγιοι, ὅπως ἔχουμε ἐμπειρία ἀπό τούς συγχρόνους ἁγίους  πού μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐγνωρίσαμε, ἐταπείνωναν καί ἐμυκτήριζαν παντοῦ καί πάντοτε τούς ἑαυτούς τους. Καί δέν ἐταπεινοῦντο μόνον μέ λόγια. Ἐπίστευαν αὐτά πού ἔλεγαν. Καί ἔκλαιγαν, φοβούμενοι μήπως στερηθοῦν τήν χαρά τοῦ Παραδείσου. Καί ὅσο αὐτοί ἐταπεινοῦντο, τόσο ὁ Θεός τούς ἔδινε ἄφθονη τήν ἀγάπη Του, καί μέσῳ αὐτῶν ἐνεργοῦσε ἀκόμη καί θαύματα. Ὅσο, δηλαδή, αὐτοί ἠσθάνοντο μικροί, τιποτένιοι, σκουλήκια ἀπόβλητα ἀπό τήν γῆ, καί κλαίοντες καί ὀδυρόμενοι ἐζητοῦσαν μέ ἐπιμονή ἀπό τόν Θεό ἔλεος καί εὐσπλαχνία, καί ἐτείχιζαν τούς ἑαυτούς τους μέ τήν μακαρία ταπείνωση, τόσο ὁ Θεός τούς ἐδόξαζε καί τούς ἐχάριζε τήν μακαρία παρηγορία, πού μόνον Ἐκεῖνος μπορεῖ νά χαρίζη στούς “ἀγαπώντας Αὐτόν”, στά γνήσια παιδιά Του.

Ἀδελφοί καί Πατέρες μου,

“Τό στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται, οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε”. Ἄς εἰσέλθουμε, λοιπόν, καί ἐμεῖς, μέ μετάνοια, μέ ταπείνωση πολλή, μέ συναίσθηση τῆς μικρότητός μας καί μέ προσευχή.

Ἄς εἰσέλθουμε εἰς τό ταμιεῖον τοῦ σπιτιοῦ καί τῆς ψυχῆς μας. Κι̉ ἐκεῖ, ἄς καταθέσουμε στά πόδια τοῦ Χριστοῦ, μέ πόνο ψυχῆς, μέ ὀδύνη καί δάκρυα, ὅλα τά λάθη μας, ὅλα τά πάθη μας, ὅλες τίς ἀδυναμίες μας. Κι̉ ἄς Τοῦ ζητοῦμε νά μᾶς λυπηθῆ, νά μᾶς καθαρίση ἀπό κάθε τι πού μᾶς ἔχει μολύνει, κράζοντας ἐπίμονα νά μᾶς δώση ἔλεος. Ἄς ζητοῦμε νά βιώσουμε τήν παρηγορία τῆς πατρικῆς ἀγάπης τοῦ εὐσπλάχνου Κυρίου μας. Καί νά εἴμεθα βέβαιοι, ὅτι ὁ Πατέρας μας, ἔστω καί ἄν μᾶς δοκιμάζη καί προσποιεῖται πώς δέν μᾶς ἀκούει γιά κάποιο διάστημα, ὁπωσδήποτε θά μᾶς ἐλεήση καί θά μᾶς ἀξιώση νά ζήσουμε τήν Ἀνάστασή Του καί σάν δική μας ἀνάσταση ζωῆς καί χαρᾶς.

               Γένοιτο!

 

 

Διαβάστηκε 1054 φορές Τελευταία τροποποίηση στις Σάββατο, 01 Ιουλίου 2023 15:57

Copyright © 2023 Ιερά Μητρόπολη Γλυφάδας 

Αναζήτηση