Του Αρχιμ. Τύχωνος Σταυρονικητιανού
Ποια είναι τα λάθη και οι αποκλίσεις των Προτεσταντών και των Ρωμαιοκαθολικών;
«Αρα ουν, αδελφοί, στήκετε, και κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε είτε δια λόγου είτε δι’ επιστολής ημών» (Β’ Θεσ. 2, 15). «Ώστε λοιπόν, αδελφοί, μείνετε σταθεροί και κρατάτε τις παραδόσεις, που διδαχθήκατε από μας, είτε με το λόγο, είτε με επιστολή» (Β ‘ Θεσ. 2, 15).
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι Αποστολική Εκκλησία, γιατί η πίστη Της στηρίζεται στην πίστη των Αγίων Αποστόλων και ταυτίζεται με αυτή. Η σημερινή Ορθόδοξη Εκκλησία προέρχεται ως αδιάκοπη συνέχεια από τους ίδιους τους Αγίους Αποστόλους και ιδιαίτερα οι Αρχιερείς και ιερείς Της είναι απ’ ευθείας διάδοχοί Τους.
Το ίδιο βίωμα, η ίδια πίστη, το ίδιο Πνεύμα, υπάρχει και πολιτεύεται και σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως και στην εποχή των Αγίων Αποστόλων. Το έχει παραλάβει η κάθε μια γενεά από την προηγούμενη και το έχει διαφυλάξει αναλλοίωτο με τα μαρτύρια και τους ασκητικούς κόπους και αγώνες των Αγίων κάθε εποχής. «Οι Ορθόδοξοι Έλληνες είναι κληρονόμοι της αληθινής μορφής του Χριστιανισμού, που οι πρόγονοί τους, προσκολλημένοι στην Αλήθεια, με θυσίες συντήρησαν για να μη τους αφαιρεθεί η ουράνια υιοθεσία» (Ιερομ. Συμεών, Νηφάλιος Μέθη, σελ. 20, έκδ. «Άγρα», Αθήνα 1985).
Βέβαια υπάρχουν ορισμένες εξελίξεις, σε εξωτερικά όμως και δευτερεύοντα θέματα, αλλά η πίστη στην ουσία της και στην πληρότητά της παραμένει η ίδια με την πίστη των Αγίων Αποστόλων. Βλέπουμε π.χ. να εξελίσσονται μέσα στην ιστορία η αρχιτεκτονική των Ιερών Ναών, η εικονογραφία, το τυπικό της Εκκλησίας κλπ., αλλά όμως όλες αυτές οι νέες μορφές τονίζουν και εκφράζουν την μία Αποστολική πίστη, πηγάζουν και προέρχονται από το ένα Πανάγιο Πνεύμα και καταλήγουν πάντοτε και αποβλέπουν στη δοξολογία του εν Τριάδι αληθινού Θεού.
Ακόμη και οι δογματικές αποφάσεις των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων δεν είναι τίποτε άλλο παρά διατυπώσεις των αληθειών που από την αρχή πιστεύονταν και αποτελούσαν βίωμα της Εκκλησίας. Όταν εμφανίζονταν δηλαδή κατά καιρούς κάποιοι αιρετικοί, που αμφισβητούσαν την ορθή πίστη ή κήρυτταν κάτι διαφορετικό από αυτή, τότε η Εκκλησία με τις διδασκαλίες των Αγίων και τις Οικουμενικές Συνόδους διατύπωνε και διακήρυττε την Αλήθεια της Πίστεώς Της, που από την αρχή της παρέδωσε ο Κύριος και από την αρχή συνεχώς πίστευε και ζούσε. Δεν έχουμε λοιπόν προσθέσεις και αλλοιώσεις στην πίστη της Αποστολικής Εκκλησίας, αλλά μόνο διάφορες εκφράσεις, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε εποχής, της Μίας, Αγίας, Καθολικής, Αποστολικής και Ορθοδόξου Πίστεως, την οποία, από την ημέρα της Πεντηκοστής μέχρι σήμερα, με τη Χάρη του Θεού κρατά απαραχάρακτη η Ορθόδοξη Εκκλησία μας.
Ίσως τώρα μπορεί να καταλάβει κανείς σε πόσο τεράστιο σφάλμα έχουν πέσει οι Προτεστάντες, που νομίζουν ότι δεν τους χρειάζεται ολόκληρη η Αγία Παράδοση της Εκκλησίας μας με τους Αγίους και Θεοφόρους Πατέρες, αλλά αυτοί μόνοι τους με το να στηρίζονται υπερήφανα στην εξυπνάδα τους μπορούν να ερμηνεύουν σωστά και γνήσια την Αγία Γραφή. Θέλουν να αγνοούν ότι η Αγία Γραφή είναι καρπός και δημιούργημα της πνευματικής εμπειρίας της πρώτης Εκκλησίας, της Αποστολικής Εκκλησίας. Δεν είναι ένα οποιοδήποτε βιβλίο που μπορεί ο καθένας να το ερμηνεύει όπως θέλει. Αλλά είναι ένα δημιούργημα της Εκκλησίας, προορισμένο για τους πιστούς της Εκκλησίας και δεν μπορεί να κατανοηθεί και να ερμηνευθεί σωστά, παρά μόνο μέσα στον πνευματικό χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τη φώτιση του Αγίου Πνεύματος. «Έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι ουσιαστικά το Ευαγγέλιο είναι ένα “ιδιωτικό βιβλίο”. Ανήκει στην Εκκλησία, η οποία έχει παγκόσμια αποστολή. Η διαφορετικά, έξω από την Εκκλησία το Ευαγγέλιο είναι σφραγισμένο και ακατανόητο βιβλίο. Χαρακτηριστική η τοποθέτησή του πάνω στην Αγία Τράπεζα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, μέσα στην οποία ιερουργείται το Ευαγγέλιο» (Εισοδικόν, σ. 16).
Οι Προτεστάντες, με το να βρίσκονται έξω από το χώρο της Εκκλησίας, πλανώνται. Μπορεί να διαβάζουν την Αγία Γραφή και να μιλάνε γι’ Αυτήν, αλλά ουσιαστικά τους μένει άγνωστη, γιατί η Αλήθεια του Ευαγγελίου δεν είναι μια ιδέα αλλά ένα πρόσωπο, ο Θεάνθρωπος. Και Τον γνωρίζει αληθινά όχι όποιος διαβάζει γι’ Αυτόν, αλλά όποιος ζη μυστηριακά εν Αυτώ συν πάσι τοις Αγίοις. Απόδειξη, ότι έχουν καταργήσει τα Ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας, που μας παρέδωσε ο ίδιος ο Κύριος, και αυτό μάλιστα το Ιερό Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Και όσοι από αυτούς ισχυρίζονται πως έχουν τα Ιερά Μυστήρια του Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας, δεν τα θεωρούν οι ίδιοι πραγματικά Ιερά Μυστήρια, παρά ως απλές τελετές αναμνήσεως, χωρίς μυστηριακό χαρακτήρα.
Καθένας από τους νεοφανείς δημιουργούς των Προτεσταντικών παραφυάδων, αφού υπερήφανα περιφρονήσει όλους τους πριν από αυτόν Αγίους Πατέρες και διδασκάλους της Εκκλησίας, θεωρεί τον εαυτό του γνήσιο και αυθεντικό ερμηνευτή της Αγίας Γραφής και κατ’ ευθείαν διάδοχο της πρώτης Εκκλησίας, αφήνοντας ένα κενό αιώνων. Έτσι υποβιβάζουν το θεοποιό λόγο της Εκκλησίας σε σκέτη ηθικολογία. Τον γεμάτο πόνο και οδύνη αγώνα της Εκκλησίας για την επικράτηση της Αλήθειας, σε αδιαφορία για τις αλήθειες της Αποκαλύψεως του Θεού. Κατεβάζουν το Ευαγγέλιο στα ανθρώπινα μέτρα, το υποτάσσουν στην ανθρώπινη λογική, αρνούνται το μυστήριο και το θαύμα.
Συνέπεια αυτής τους της αποκοπής από την Εκκλησία και τη γνήσια Παράδοσή Της είναι το να αρνούνται την τιμή των Αγίων της Εκκλησίας και να μη μπορούν να καταλάβουν ότι, «Το ένα Πανάγιο Πνεύμα είναι αυτό το ίδιο που φώτισε τους Αγίους Αποστόλους κατά την ημέρα της Πεντηκοστής κι από τότε κι έπειτα φωτίζει τους διαδόχους των Αγίων Αποστόλων και ολόκληρη την Εκκλησία μέσα στους αιώνες. Το ίδιο Άγιο Πνεύμα φώτισε τους ιερούς Ευαγγελιστές και τους καθοδήγησε να γράψουν τα ιερά Ευαγγέλια και τις επιστολές. Αυτό ενδυνάμωσε, φώτισε και κατεύθυνε τη ζωή όλων των Αγίων της Εκκλησίας μας. Αυτό το Άγιο Πνεύμα δέχθηκαν οι Άγιοι να κατοικήσει μέσα στην ψυχή και στο σώμα τους και γι’ αυτό το λόγο, όταν ζούσαν, ήσαν επιθυμητοί από τους ανθρώπους, κι όταν έφευγαν απ’ αυτή τη ζωή, τα ιερά τους Λείψανα ευωδίαζαν και θαυματουργούσαν.
Οι Ορθόδοξοι προσκυνάμε τα ιερά Λείψανα των Αγίων και τιμούμε τη μνήμη τους, επειδή οι Άγιοι δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα τίμια μέλη του Σώματος του Χριστού, που δεν ζουν πλέον αυτοί, αλλά μέσα τους ζει ο Χριστός, έχουν γίνει Χριστοί κατά Χάριν. Η τιμή των Αγίων και η προσκύνηση των άγιων Λειψάνων τους είναι ένα και το αυτό πράγμα με την προσκύνηση του Σωτήρος Χριστού, γιατί και οι Άγιοι του Χριστού είναι, και εξ αιτίας του Χριστού που φέρουν μέσα τους τιμώνται και προσκυνούνται από τους πιστούς. Τα πάντα μέσα στην Εκκλησία (άγια Λείψανα, εικόνες, ακολουθίες, άμφια κλπ.) υπάρχουν για να αποτελούν, με τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, μια ζωντανή δοξολογία του Θεανθρώπου Χριστού, μια αληθινή προσκύνηση της Αγίας Τριάδος» (Αγίου Σωφρονίου, Βίος Οσ. Μαρίας Αιγύπτιας, Εισαγωγή, σ. 17, Αθήνα 1987).
Θα μπορούσαν να αναφερθούν και πολλά άλλα ακόμη, αλλά και αυτά είναι αρκετά για να δείξουν τη διαστρέβλωση που επιφέρουν οι Προτεστάντες στην Αποκάλυψη του Θεού, η όποια σε μερικές παραφυάδες τους φθάνει μέχρι και την ολοκληρωτική ανατροπή της.
Με αυτά ακόμη μπορούμε να ερμηνεύσουμε γιατί μερικοί αδελφοί μας έχουν πλανηθεί και έχουν προσχωρήσει στους Προτεστάντες. Με το να αγνοούν από αμέλεια την Ορθόδοξη Πίστη και Παράδοση, που επειδή είναι αληθινή απαιτεί ταπείνωση, κόπο και προσπάθεια για να τη ζήσει κανείς, παρασύρονται από τον εγκοσμιοκρατικό, ανθρώπινο, λογικό, εύκολο και επιφανειακό χαρακτήρα των λεγομένων Εκκλησιών τους, αλλά χωρίς ποτέ να μπορέσουν να βρουν ανάπαυση και σωτηρία στις ψυχές τους. (Περισσότερα βλέπε, Οι αιρετικοί Προτεστάντες, Μητροπολίτου Κορινθίας Παντελεήμονος, εκδόσεις «Αστήρ», Αθήνα 1976).
Επίσης οι Ρωμαιοκαθολικοί, κυρίως από τον 11ο αιώνα και μετά, έχουν αλλοιώσει σε πάρα πολλά σημεία την Ορθόδοξη Πίστη, την Αποστολική Πίστη, καθώς και την πράξη της Εκκλησίας. Εδώ απλώς θα αναφέρουμε μερικά.
Έχουν προσθέσει το filioque (και εκ του Υιού) στο Σύμβολο της Πίστεως, αυθαίρετα και αθεολόγητα, αλλοιώνοντας την Ορθόδοξη διδασκαλία για την Αγία Τριάδα. Έχουν κάνει την Εκκλησία κράτος κοσμικό και τον Πάπα αρχηγό κράτους (Βατικανό). Έχουν μεταβάλλει τον επίσκοπο Ρώμης σε επίσκοπο ολόκληρης της Εκκλησίας σε όλο τον κόσμο, καταστρέφοντας έτσι το αρχαιότατο Συνοδικό σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας. Έχουν κάνει δόγμα της Εκκλησίας τους τον περασμένο αιώνα, ότι ο Πάπας είναι αλάθητος στις αποφάσεις του και τις διδασκαλίες του, μεταβιβάζοντας με αυτό τον τρόπο την ιδιότητα που πάντα είχε η Εκκλησία, όταν μάλιστα εκφράζεται σε Οικουμενικές Συνόδους, σε έναν επίσκοπο, τον επίσκοπο Ρώμης. Έτσι καταρρακώνεται κάθε έννοια Συνόδου, και αυτής ακόμη της Οικουμενικής, εφ’ όσον ο Πάπας, με το Πρωτείο του και το Αλάθητο του, είναι ανώτερος τους και η εξουσία του πάνω στην Εκκλησία είναι απεριόριστη και ανεξέλεγκτη. (Περισσότερα βλ. Αρχιεπ. Αυστραλ. Στυλιανού, Περί το Αλάθητον της Εκκλησίας εν τη Ορθοδόξω Θεολογία, Αθήνα 1965, και του ίδιου, Το περί Εκκλησίας Σύνταγμα της Β’ Βατικανής Συνόδου, Θεσσαλονίκη 1969).
Προσπάθησαν ακόμη με τη σχολαστική Θεολογία τους να ερμηνεύσουν και να κατανοήσουν λογικά και φιλοσοφικά την Αλήθεια της Εκκλησίας, που ξεπερνά κάθε ανθρώπινη σκέψη, με αποτέλεσμα να παραχαράξουν την Ορθόδοξη Πίστη και Πνευματική Ζωή και να κατεβάσουν την Εκκλησία στο επίπεδο ανθρώπινης οργανώσεως, που αντιμάχεται ως αντιπάλους τους πλανεμένους αδελφούς, φθάνοντας ακόμη και σε θανατικές εκτελέσεις (Ιερά Εξέταση).
Κι ας μη νομίσει κανείς ότι αυτά αποτελούν μια έκφραση φανατισμού και εχθρικής διαθέσεως προς τους Ρωμαιοκαθολικούς. Και από αυτούς τους ίδιους πολλοί, ερευνώντας ειλικρινά την ιστορία και μελετώντας τους Πατέρες της Εκκλησίας, αναγνωρίζουν μόνοι τους την απομάκρυνση του Ρωμαιοκαθολικισμού από την πίστη της πρώτης Εκκλησίας. Αρκετοί μάλιστα έχουν το θάρρος και την τόλμη να εγκαταλείψουν τη Δυτική Εκκλησία και να γίνουν Ορθόδοξοι. Μερικοί από αυτούς βρίσκονται στο Άγιον Όρος.
Θα αναφερθούμε μόνο στον π. Πλακίδα, πρώην Ρωμαιοκαθολικό Γάλλο ιερέα και γνωστό θεολόγο, ο οποίος το 1977 βαπτίσθηκε Ορθόδοξος, μαζί με τη μικρή συνοδεία του. Μετά έγινε μονάχος στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας στο Άγιον Όρος, κατόπιν χειροτονήθηκε ιερεύς και τώρα μονάζει με τη συνοδεία του σε ένα μετόχι της Τέρας Μονής Σίμωνος Πέτρας στη Γαλλία. Στο θόρυβο που έγινε, ιδιαίτερα εξ αιτίας της βαπτίσεώς του, απάντησε ήρεμα, θεολογικά, με γνώση και αγάπη, με το να εξιστορήσει όλη την επώδυνη πορεία της μεταστροφής του. Το κείμενο αυτό, μαζί με άλλα τρία κείμενά του, μεταφράστηκαν στα Ελληνικά και κυκλοφόρησαν σε βιβλίο, με τον τίτλο «Η πορεία μου προς την Ορθοδοξία» (εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 1986).
Απ’ αυτό το βιβλίο αντιγράφουμε τρία ενδιαφέροντα αποσπάσματα: «Θα έλεγα πολύ απλά ότι αυτό που με οδήγησε στην Ορθοδοξία είναι η σπουδή των ίδιων των πηγών του λατινικού μοναχισμού, μια ζωή προσευχής και συγχρόνως μελέτης, θεμελιωμένης πάνω στους Πατέρες της Εκκλησίας και σ’ ολόκληρη τη μεγάλη Πατερική παράδοση. Έτσι, σιγά-σιγά, απόκτησα την εσωτερική βεβαιότητα ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι πράγματι η Εκκλησία του Χριστού, αληθινή και αυθεντική σ’ ολόκληρο το πλήρωμά της» (σελ. 164). «Ωστόσο, η ορθόδοξη αυτή Εκκλησία δεν είναι μια “ανατολική” Εκκλησία, μια ανατολική έκφραση της χριστιανικής πίστεως. Είναι η Εκκλησία του Χριστού. Η παράδοσή της υπήρξε η κοινή παράδοση όλων των χριστιανών κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων, κι εμείς, ερχόμενοι σε κοινωνία μαζί της, δεν κάναμε τίποτε άλλο παρά να επιστρέψουμε σ’ αυτή την πηγή. Δεν “αλλάξαμε Εκκλησία”. Απλώς περάσαμε από ένα κλάδο αποκομμένο από τη μία Εκκλησία στο πλήρωμά της» (σελ. 62). «Από όσα προηγήθηκαν, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η παρουσία της Ορθοδοξίας στη Δύση είναι μια ζωτική αναγκαιότητα, κατ’ αρχήν επειδή η ορθόδοξη Εκκλησία είναι η αληθινή Εκκλησία του Χριστού. Όπως μας το διδάσκει ολόκληρη η Παράδοση, η Εκκλησία είναι η πραγματική κιβωτός της σωτηρίας για ολόκληρη την ανθρωπότητα, ο τρόπος που ο Θεός καθόρισε, προκειμένου οι άνθρωποι να αποκτούν τη σωτηρία και την αιώνια ζωή. Για το λόγο αυτό πρέπει να είναι παντού παρούσα και να ακτινοβολεί μέσα στον κόσμο. Οι καρποί που θα αποφέρει αυτή η παρουσία θα εξαρτηθούν στη συνέχεια από την ελεύθερη απάντηση των ανθρώπων» (σελ. 158).
Η αξία της μαρτυρίας του π. Πλακίδα είναι ιδιαίτερα σημαντική επειδή αποτελεί κατάληξη έλεύθερης ειλικρινούς αναζητήσεως, χωρίς κανένα άλλο επηρεασμό, έκτος μόνο από αυτόν της Αλήθειας. Η δύναμη της Ορθοδοξίας και το μέσο με το οποίο προσηλυτίζει είναι η Αλήθεια της. Οι Ρωμαιοκαθολικοί προσπαθούν με την Ουνία, την κοσμική ισχύ και άλλους ανθρώπινους τρόπους να προσηλυτίσουν, επειδή ακριβώς στερούνται την Αλήθεια. Όμως αυτό δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελέσει, για μας τους Ορθοδόξους, αφορμή για αλαζονική καύχηση, παρά μόνο αφορμή για περισσότερη επίγνωση της Αλήθειας της πίστεώς μας. Για μεγαλύτερη συναίσθηση της ευθύνης που έχουμε να διατηρήσουμε αυτή την Αλήθεια, να τη βιώσουμε και να την κηρύξουμε προς σωτηρία δική μας και του σύμπαντος κόσμου. Και ακόμη για θερμή προσευχή υπέρ του φωτισμού των αδελφών μας, που βρίσκονται μακριά απ’ αυτή την Αλήθεια. «Ηθικά πρέπει να ομολογήσουμε ότι οι Ορθόδοξοι πλεονεκτούμε έναντι των Δυτικών, από το γεγονός και μόνον ότι εμείς, αντί παντός τιμήματος εκρατήσαμε την αλήθεια της μιας Εκκλησίας απαραχάρακτη και αναλλοίωτη δια των αιώνων, και στις δυσχερέστερες ακόμη στιγμές του εθνικού βίου μας. Η Ρώμη συνέχισε να συγκαλεί τις συνόδους της ως οικουμενικές, γι’ αυτό και απετόλμησε να αλλοιώσει την κοινή πίστη σε καίρια άρθρα. Αυτό οπωσδήποτε δημιουργεί μια ηθική υπεροχή σε μας, γιατί εκείνος που έχει δίκιο, εκείνος που έμεινε με την αλήθεια, παραμένει λιοντάρι, ακόμη κι όταν είναι σπουργίτι βιολογικά η φυσιολογικά» (Απόσπασμα από ομιλία του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ. Στυλιανού στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1985).
Πηγή: Αρχιμ. Τύχωνος Σταυρονικητιανού, Η Χώρα των Ζώντων
Πρώτη έκδοση: Άγιον Όρος, 1987
Ψηφιοποίηση: Ι. Ν. ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ